Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!
21-08-2019 11:28

 «Με τα Κλεμμένα φιλιά, o Truffaut δημιούργησε μια θαυμάσια ψυχαγωγική και κλασσική ταινία. Το σενάριο είναι μοναδικό του είδους του και οι υπέροχες ερμηνείες συνοδεύονται με την εξαιρετική σκηνοθεσία του». Μπίλι Γουίλντερ

«Το ωραιότερο πράγμα που μου συνέβη ποτέ σε μια κινηματογραφική αίθουσα ήταν να πλησιάσω κοντά στην οθόνη και να γυρίσω να κοιτάξω όλα αυτά τα ανασηκωμένα πρόσωπα, με το φως της οθόνης να αντανακλάται επάνω τους...»

Φρανσουά Τρυφώ 

Υποψηφιότητα Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας 1969 
Υποψηφιότητα Χρυσής Σφαίρας Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας 1970 
Βραβείο Κριτικής στον Φρανσουά Τρυφώ από την Ένωση Γάλλων Κιν/φικών Κριτικών, 1970 
Βραβείο Κριτικής στον Φρανσουά Τρυφώ από την Ένωση Αμερικανών Κιν/φικών Κριτικών, 1970

Σκηνοθεσία: François Truffaut, Σενάριο:  François Truffaut, Claude de Givray, Bernard Revon, Μουσική: Antoine Duhamel, Φωτογραφία: Denys Clerval, Παραγωγή: Γαλλία, 1968, Γλώσσα: Γαλλικά, Διάρκεια: 91’, Πρωταγωνιστούν: Jean-Pierre Léaud, Claude Jade, Delphine Seyrig

Υπόθεση
Αφού απολύεται από τον στρατό, ο 20χρονος Αντουάν Ντουανέλ επιστρέφει στην παριζιάνικη καθημερινότητα ως ενεργός πολίτης. Χάρη σε γνωριμίες του πατέρα της φιλενάδας του Κριστίν, πιάνει δουλειά ως θυρωρός σε ένα φθηνό ξενοδοχείο της Μονμάρτης, όπου μετά την επαφή του με έναν ντεντέκτιβ καταλήγει μισθωτός ενός γραφείου ιδιωτικών ερευνών και στη συνέχεια δήθεν υπάλληλος σε ένα κατάστημα υποδημάτων, κατ’ ανάθεση του ιδιοκτήτη του, ο οποίος ψάχνει να μάθει γιατί όλος ο κόσμος τον μισεί! Η αποστολή θα τον οδηγήσει σε ερωτικές περιπτύξεις με τη μεσήλικα σύζυγο του αφεντικού, αλλά ταυτόχρονα θα τον φέρει αντιμέτωπο με αισθηματικά διλήμματα.

Η ταινία γυρίστηκε την εποχή του Μάη του '68 κι είναι αφιερωμένη στον τότε διευθυντή της Γαλλικής Ταινιοθήκης Ανρί Λανγκλουά -στη συνέχεια θα κερδίσει το βραβείο Λουί Ντελίκ στο φεστιβάλ των Καννών. Ο Τρυφώ παρουσιάζει με τρόπο λυρικό το Παρίσι της περιόδου 1967-68, ιδιαίτερα την περιοχή της Μονμάρτης όπου ζει ο Αντουάν (το alter ego του Τρυφώ, μια και ξέρουμε ότι και οι πέντε συνολικά ταινίες με ήρωα τον Αντουάν είναι ημι-αυτοβιογραφικές), με τον ρομαντικό, λίγο αφελή, ήρωά του στις διάφορες ερωτικές και μη περιπέτειές του, με τον Λεό να δίνει μια θαυμάσια ερμηνεία. Καταγράφει τα διάφορα επεισόδια από τη ζωή του Αντουάν με λεπτότητα και χιούμορ, μέσα από έξοχους διαλόγους και χρησιμοποιώντας δημιουργικά το τραγούδι του Σαρλ Τρενέ.

Τα «Κλεμμένα φιλιά» καθρεφτίζουν το επαναστατικό κλίμα της εποχής: Αμφισβήτηση του κατεστημένου, αντισυμβατικότητα, αυθορμητισμός, αισιόδοξη και περιπαιχτική διάθεση. H ζωή και ο έρωτας ιδωμένα μέσα από μία φρέσκια ματιά και ένα ανάλαφρο χιούμορ...«Tι απομένει από τους έρωτες μας;», αναρωτιέται ο Σαρλ Tρενέ στο τραγούδι των τίτλων της ταινίας. Ίσως μερικά κλεμμένα φιλιά, μια γλυκιά μελαγχολία και ένα ειλικρινές χαμόγελο σαν κι αυτό που θα ζωγραφιστεί στο πρόσωπο σας τα 90 λεπτά αυτού του απολαυστικού χρονογραφήματος και θα παραμείνει εκεί για αρκετή ώρα μετά.

Η τρίτη ταινία του Φρανσουά Τρυφώ με ήρωα το είδωλό του Αντουάν Ντουανέλ, μετά τα «400 Χτυπήματα» και το σκετς «Αντουάν και Κολέτ» της σπονδυλωτής ταινίας «Ο Έρωτας στα 20», γυρίστηκε μέσα στο πρώτο μισό του 1968, ενώ οι δρόμοι της γαλλικής πρωτεύουσας σείονταν από κινητοποιήσεις και ο ίδιος ο δημιουργός πρωτοστατούσε στην «υπόθεση Λανγκλουά», τη δημόσια διαμαρτυρία για την εντεταλμένη από την γκωλική κυβέρνηση καθαίρεση του Ανρί Λανγκλουά από την ηγεσία της Γαλλικής Ταινιοθήκης. Κι όμως, δεν υπάρχει τίποτα σε τούτη την ιστορία μαινόμενου λίμπιντο και επαγγελματικού (από-)προσανατολισμού που να μιλά σαφώς για το εξεγερτικό κλίμα των ημερών εκείνων. Μετά τη μακρά απουσία του στα εξ ορισμού αντιερωτικά λημέρια του στρατού, το μόνο που κινητοποιεί τον Αντουάν είναι τώρα το εν πλήρη βρασμώ αίμα του. Να τρέξει στα πορνεία, να ξαναβρεθεί με πρόσωπα που αγάπησε και τον αγάπησαν, να σταθμίσει παλιούς και νέους έρωτες, να αφεθεί στην τύχη των πιο απίθανων ασχολιών για να βγάλει κανένα φράγκο. Oλα αυτά με μια ανεξάντλητη όρεξη που δε ντρέπεται τη γκάφα.

Και μέσα σε έναν πυρετώδη ρυθμό διαδοχής που παραπέμπει στην κλασική παράδοση του μπουρλέσκ!

Παρ’ όλα αυτά, η βοή των παριζιάνικων ταραχών λανθάνει καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ. Το αρχικό πλάνο ζουμάρει στην αμπαρωμένη πόρτα της Ταινιοθήκης με ανηρτημένο τη χειρόγραφη ανακοίνωση «Κλειστό μέχρι νεωτέρας», μια κατάδηλη αφιέρωση του Τριφό στον εκτοπισμένο δάσκαλο μιας ολόκληρης γενιάς κινηματογραφιστών (ο ίδιος είχε πει τότε πως αν το «Κλεμμένα Φιλιά» είναι καλό, θα οφείλεται στον Λανγκλουά), ενώ νέα για απεργιακές κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια εκπέμπονται φευγαλέα από τηλεοπτικές συσκευές ή και κουβέντες των ίδιων των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, άσχετα αν αυτοί τα προσπερνούν για να προλάβουν την πάντα επείγουσα ζωή.

Oχι φυσικά πως ο Τρυφώ γυρίζει την πλάτη στον αντικομφορμισμό που υπερασπίζεται. Απλά έχει συνείδηση του ότι η στράτευση στην πάλη που μαίνεται να αποτελεί ίσως πολυτέλεια για όσους είναι υποχρεωμένοι να δίνουν το παρών στην επιτακτική καθημερινότητα. Είτε έμπειροι βιοπαλαιστές λέγονται αυτοί (ο ίδιος ο Τριφό παράτησε το σχολείο στα 14 για να βγει στη γύρα για δουλειά) είτε εκκολαπτόμενοι σαν τον Αντουάν. Ο οποίος, πάντως, θα απολέσει τελικά και τον πανικό και την αθωότητά του από τούτα τα «…Φιλιά», τα οποία, εκτός από μια ελεγεία για τη δύση της νεανικής ανεμελιάς, σηματοδοτούν και την πρώτη γνήσια ερωτική ταινία του «μικρού δεκανέα» της Νουβέλ Βαγκ.
Ρόμπυ Εκσιέλ

 «Μια από τις καλύτερες ταινίες του Τρυφώ, δυνατή, γλυκιά, σοφή και συχνά, εκρηκτικά κωμική» The New York Times

 «Στον κινηματογράφο του υπάρχει μια γεύση της ευτυχίας και της δυστυχίας την ίδια στιγμή. Η τέχνη του να γίνονται τα πρόσωπα συμπαθητικά… Ο Τρυφώ περιγράφει το πρόσκαιρο, το εύθραυστο, το τρυφερό και το αψηλάφητο των ανθρώπινων σχέσεων, κλείνοντας το μάτι στον θεατή μέσα από τις οικείες συγκινήσεις, τη φρεσκάδα, τη μελαγχολία, τις μικρές ομολογίες και τις ψιθυριστές περιπέτειες που φτιάχνουν απ’ τα μικρά τίποτα της ζωής μια υπέροχη μουσική… Ζυλ Ζακόμπ 


ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΤΡΥΦΩ

"Αν ο Γκοντάρ ήταν το μυαλό της νουβέλ βαγκ, ο Τρυφώ αποτελούσε πάντα την καρδιά της. Ανήσυχος και ονειροπόλος όπως οι ωραιότεροι χαρακτήρες του, εγκατέλειψε από νωρίς τις αδιέξοδες αναζητήσεις των συναδέλφων του για να επανεφεύρει την ιδανική τομή ανάμεσα στο λαϊκό σινεμά και τον κινηματογράφο ποιότητας. Το μοναδικό «παράπτωμα» που μπορεί νο του χρεώσει κανείς είναι μια έλλειψη απόστασης από τους πολυαγαπημένους του ήρωες. Οποιοσδήποτε αγαπά, ωστόσο, κάνει λάθη. Και στα λάθη του Τριφό χρωστάμε μερικές από τις πιο παθιασμένες ιστορίες του σινεμά". Λουκάς Κατσίκας

 «Οι ταινίες είναι πιο σημαντικές από τη ζωή;» ρωτάει o Jean-Pierre Léaud στην εκτυφλωτική «Αμερικανική νύχτα» (1973). Για τον Τρυφώ η απάντηση πρέπει να ήταν καταφατική. Το ανεξάντλητο πάθος του για το σινεμά, που αναπτύχθηκε από την εφηβική του ηλικία, τον οδήγησε να γίνει αρχικά κριτικός και στην συνέχεια μέγιστος auteur. Για τον Τρυφώ, ο κινηματογράφος έπρεπε να είναι, αφενός, προσωπικός και βιωματικός και, αφετέρου, ένα υπέροχο θέαμα για το κοινό. Το στυλ του ξεχωριστό: ταυτόχρονα ευαίσθητο, λυρικό, ενθουσιώδες, διαυγές. Στον σκληρό πυρήνα του έργου του επανέρχονται δυο βασικά θεματικά μοτίβα: οι δυσκολίες του έρωτα και η χαμένη παιδικότητα.

Το έργο του πολύμορφο και πολυεπίπεδο, γεμάτο από κινηματογραφικές παραλλαγές: Το «Πυροβολήστε τον πιανίστα» (Tirez sur le Pianiste, 1960) είναι ένα αφιέρωμα στον Αμερικανικό film noir, το «Ζιλ και Τζιμ» (1961) κάνει αναφορές στον Chaplin και τον Ζαν Ρενουάρ, το «Τρυφερό δέρμα» (1964) και η «Νύφη φορούσε μαύρα» (1967) εμπνέονται από το έργο του Χίτσκοκ. Αλλά παρ’ όλα αυτά, ο Τρυφώ δεν είναι ένας απλός μιμητής όσων θαύμαζε. Οι  ταινίες του έφεραν αμεσότητα, φρεσκάδα και μια παιδική αθωότητα στην κινηματογραφική κουλτούρα. Αυτό φαίνεται καλύτερα στην ημι-αυτοβιογραφική του σειρά πέντε ταινιών με τον Jean-Pierre Léaud που παίζει τον  Antoine Doinel ,alter ego του Τρυφώ. Ο 12χρονος Doinel στέλνεται στο αναμορφωτήριο στα «400 χτυπήματα»(1959), όπως έγινε και με τον ίδιο τον Τρυφώ. Η σειρά ακολουθεί τον Doinel, καθώς μεγαλώνει στο «Έρωτας στα είκοσι» (1962), ερωτεύεται στα «Κλεμμένα φιλιά»(1968), παντρεύεται και έχει ένα παιδί στο «Παράνομο κρεβάτι»(1970) και χωρίζει και γίνεται συγγραφέας στο «Η αγάπη το βάζει στα πόδια»(1978). Αυτές οι φαινομενικά ελαφρές ταινίες κρύβουν τον πόνο του Τρυφώ για την απώλεια του νεανικού αυθορμητισμού και τις δυσκολίες της αγάπης. Επιδεικνύει ένα ευρύ φάσμα από άποψη μορφής και περιεχομένου, από τον φουτουριστικό εφιάλτη του «Φαρενάιτ 451» (1966), την ταινία εποχής του 19ου αιώνα «Η ιστορία του Adele H.»( 1975) και τη ναζιστική κατοχή στη Γαλλία στο «Τελευταίο Μετρό» ( 1980). Ο Τρυφώ θεωρείται επίσης ένας ιδανικός κινηματογραφιστής της παιδικής ηλικίας ,με ταινίες όπως: «Τα παλιόπαιδα»(1957), «Τα τετρακόσια χτυπήματα»(1959), «Ενα αγρίμι στην πόλη»(1970) και «Το χαρτζιλίκι»(1976). Αυτό οφείλεται στον έμφυτο ανθρωπισμό του  αλλά και στα τραυματικά παιδικά και εφηβικά βιώματά του.

Στο έργο του Τρυφώ είναι εμφανής ο δυισμός των καλλιτεχνικών επιρροών του: Ρενουάρ και Χίτσκοκ. Αγαπά με πάθος τον ρομαντικό ανθρωπιστή Ρενουάρ αλλά παράλληλα είναι αφοσιωμένος θαυμαστής των δεξιοτήτων του Χίτσκοκ, τον οποία προσπάθησε να μιμηθεί σε αρκετά από τα θρίλερ του. Έχει γράψει ένα βιβλίο με μια σειρά συνεντεύξεων με τον Χίτσκοκ, τον οποίο έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει ως είδωλό του, αλλά ιδιοσυγκρασιακά και συναισθηματικά η συνάφεια του με τον Ρενουάρ φαίνεται να είναι να είναι η ισχυρότερη πλευρά της διασπασμένης καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.

Ο Τρυφώ είναι από τους πιο ταλαντούχους και ειλικρινείς εκπροσώπους του νέου γαλλικού κινηματογράφου, υπήρξε ο πιο τρυφερός δημιουργός της νουβέλ βαγκ και αν και αριστερός δεν άφησε την ιδεολογία του να καταδυναστεύσει το έργο του, όπως αντίθετα έκανε ο Γκοντάρ.

Παρά τον πρόωρο θάνατό του και το γεγονός ότι έκανε μόνο 21 ταινίες μεγάλου μήκους είχε τεράστιο αντίκτυπο στον κινηματογράφο, όχι μόνο ψυχαγωγώντας και διαφωτίζοντας διαδοχικές γενιές σε όλο τον κόσμο με τις ταινίες του, αλλά και επηρεάζοντας τους επιγόνους του. Όπως και ο ήρωας του Χίτσκοκ, έδειξε ότι ήταν δυνατόν να είναι καταξιωμένος auteur, αλλά και εμπορικά επιτυχημένος σκηνοθέτης. Η κατευθυντήρια αρχή του ήταν ότι για να είναι πετυχημένη μια ταινία πρέπει να έχει να πει κάτι για το κοινό και κάτι για την τέχνη του σινεμά. Στις ταινίες του, αυτή η ένωση της ζωής και της τέχνης επιτυγχάνεται με υποδειγματικό τρόπο και μας εντυπωσιάζει τόσο με την αντίληψη του σκηνοθέτη για την ανθρώπινη κατάσταση όσο και με την κινηματογραφική της ομορφιά.
Γιάννης Ξανθάκης

Ο Τρυφώ δεν εξέφραζε ποτέ πολιτικές απόψεις μέσα από τις ταινίες του. Ακόμα και την περίοδο του Μάη του '68 ο Τρυφώ απέρριψε τον στρατευμένο και πολιτικοποιημένο κινηματογράφο και συνέχισε με το ξεκάθαρα δικό του στυλ. Σε μία συνέντευξή του το 1980 στο περιοδικό ''Cahiers du Cinema'' αναφέρει χαρακτηριστικά για τις πεποιθήσεις του τα εξής: "Πολιτικά οι ιδέες μου με οδηγούν προς την αριστερά. Αυτό όμως δεν εκφράζεται στις ταινίες μου, ίσως επειδή μου φαίνεται ότι βάζουν πολύ αίσθημα στην πολιτική, ενώ πιστεύω ότι δεν πρέπει να είναι κανείς στην αριστερά επειδή αυτό είναι συμπαθητικό και της μόδας, αλλά επειδή είναι πιο δίκαιο. Το σλόγκαν "όλα είναι πολιτική" δεν μ' αρέσει γιατί, αν όλα είναι πολιτική, τίποτα δεν είναι πολιτική".

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΤΡΥΦΩ

Σταθμοί μιας ζωής

- Γεννιέται στο Παρίσι στις 6 Φεβρουαρίου 1932 από πατέρα τεχνικό και μητέρα γραμματέα, εγκαταλείπει στα 14 το σχολείο για να βρει την τύχη του και οδηγείται σε αναμορφωτήριο απ' το οποίο τον βγάζει ο Αντρέ Μπαζέν.

- Τέλη του '50 γνωρίζεται με την Γαλλική Ταινιοθήκη και την παρέα των Γκοντάρ, Ριβέτ και Ρομέρ, γράφει τις πρώτες θερμές κριτικές στα Cahiers du Cinema, ιδρύει την εταιρεία παραγωγής Les Films du Carosse, επιχειρεί τις πρώτες ταινίες μικρού μήκους («Τα Χαμίνια», «Μια Ιστορία Νερού» συν-σκηνοθετημένη με τον Γκοντάρ).

- Το 1959 κερδίζει το βραβείο Σκηνοθεσίας των Καννών με τα «400 Χτυπήματα» και μια αξιότιμη θέση στη νεοσύστατη νουβέλ βαγκ. Το 1968 ηγείται πολυάριθμων σκηνοθετών του κινήματος ενάντια στην απομάκρυνση του Ανρί Λανγκλουά από τη διεύθυνση της Cinematheque και συμμετέχει στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για τον Κόκκινο Μάη.

- Από το 1957 έως το 1964 παραμένει παντρεμένος με την Μαντλέν Μόργκενστερν που του χαρίζει δυο κόρες, και το 1981 αποκτά ένα ακόμη παιδί με τη Φανί Αρντάν. 

- Τον Οκτώβριο του 1984 πεθαίνει σε ηλικία 52 ετών. 21 μεγάλου μήκους ταινίες, αμέτρητα βραβεία και μια παθιασμένη λατρεία των θεατών του για το δημιουργό και τον άνθρωπο Τρυφώ μένουν αιώνια κληρονομιά του.

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ

1955 Μια επίσκεψη (Une Visite)
1957 Les Mistons
1958 Une Histoire d'eau (σκηνοθεσία σε συνεργασία με τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ)
1959 Τα 400 χτυπήματα (Les Quatre Cents Coups)
- Βραβείο Bodil Καλύτερης Ευρωπαϊκής ταινίας
- Βραβείο Καλύτερου σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ των Καννών
- Υποψήφιο για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου
1960 Πυροβολήστε τον Πιανίστα (Tirez sur le pianiste)
1962 Ζυλ και Τζιμ (Jules et Jim)
1962 Antoine et Colette (μικρού μήκους)
1964 Τρυφερό Δέρμα (La Peau douce)
1965 Φάρεναϊτ 451 (Fahrenheit 451)
1968 Η Νύφη Φορούσε Μαύρα (La Mariée était en noir)
1968 Κλεμμένα Φιλιά (Baisers volés)
1969 Η Σειρήνα του Μισσισσιπή (La Sirène du Mississippi)
1970 Ένα Αγρίμι στην Πόλη (L'Enfant sauvage)
1970 Παράνομο Κρεβάτι (Domicile conjugal)
1971 Δυο Κορίτσια από την Αγγλία (Les Deux anglaises et le continent)
1972 Ένα Όμορφο Κορίτσι σαν Εμένα (Une belle fille comme moi)
1973  Αμερικανική Νύχτα (La Nuit Αméricaine) Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας
1975 Η Ιστορία της Αντέλ Ουγκό (L' Histoire d'Adèle H)
1976 Το Χαρτζιλίκι (L'Argent de poche)
1977 Ο Άνδρας που Αγαπούσε τις Γυναίκες (L' Homme qui aimait les femmes)
1978 Το Πράσινο Δωμάτιο (La Chambre verte)
1979 Η Αγάπη το Βάζει στα Πόδια  (L'Amour en fuite)
1980 Το Τελευταίο Μετρό (Le Dernier métro)
- 10 βραβεία Σεζάρ, μεταξύ των οποίων: Ταινίας, Α' Ανδρικού ρόλου, Α' Γυναικείου, Σκηνοθεσίας, Μουσικής, Σεναρίου και Ήχου
1981 Η Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας (La Femme d'à côté)
1983 Οπωσδήποτε την Κυριακή (Vivement dimanche!)



Επιστροφή
Συνεργασίες:
collaborations